λιπόνεως

λιπόνεως
λιπόνεω̆ς , λιπόνεως
adverbial
λιπόνεω̆ς , λιπόνεως
masc/fem nom pl
λιπόνεω̆ς , λιπόνεως
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιπόνεως — λιπόνεως, ων (Α) λιπόναυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί νεως] …   Dictionary of Greek

  • λιπόνεων — λιπόνεω̆ν , λιπόνεως masc/fem/neut gen pl λιπόνεω̆ν , λιπόνεως masc/fem acc sg λιπόνεω̆ν , λιπόνεως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόνεω — λιπόνεω̆ , λιπόνεως masc/fem/neut nom/voc/acc dual λιπόνεω̆ , λιπόνεως masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • λιπόνεῳ — λιπόνεῳ̆ , λιπόνεως masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”